city2 WHITE DDIAFANES

 

0197ab1cfd761f24d6592262cec139cc XL Η Ευρωπαϊκή αγορά απορροφά μεγάλος μέρος αυτών

 

Η εξαγορά της Benelli από τον Κινεζικό όμιλο Qianjiang (QJ) το 2005 αποδεικνύεται εξαιρετικά ωφέλιμη για την Ιταλική εταιρεία, καθώς η διαρκής άνοδος των πωλήσεών της παγκοσμίως κορυφώθηκε τη χρονιά που πέρασε.

Το 2018 η Benelli πούλησε στην παγκόσμια αγορά 28,000 δίκυκλα, τιμή που μπορεί να μην ακούγεται εντυπωσιακή – ειδικά για τις Ασιατικές αγορές – ωστόσο κρύβει πίσω της μια αλματώδη άνοδο. Συγκεκριμένα, αυτός ο αριθμός για το σύνολο της περσινής χρονιάς συνιστά μιαν αύξηση 51.6% στις πωλήσεις της συγκριτικά με το 2017!

Για να φτάσει εκεί βέβαια, η Benelli χρειάστηκε περίπου μια δεκαετία οργάνωσης και εντατικών προσπαθειών, για να φτάσει το 2015 να ξεπερνά για πρώτη φορά (επί QJ) τις 5,000 μοτοσυκλέτες .

Το σημείο που έκανε τη διαφορά ήταν η δυναμική της είσοδος στην Ευρωπαϊκή αγορά, όπου η εταιρεία (με ιστορία από το 1911) έχει βαρύ όνομα και η σειρές των ποιοτικών μοτοσυκλετών που έχει παρουσιάσει την τελευταία τριετία προφανώς βρήκαν πρόσφορο έδαφος.

Η συσχέτιση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα νούμερα, καθώς το 49% των πωλήσεών της για το 2018 έγιναν σε Ευρωπαϊκές αγορές, όπου τα Leoncino και TRK αποδεικνύονται δημοφιλέστατα.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως το 2016, από τις περίπου 10,000 μοτοσυκλέτες που είχε πουλήσει, μόνο το 26% είχε προορισμό στην Ευρώπη, το 61% στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και τα ρέστα στον υπόλοιπο κόσμο.

Το 2017 αυτοί οι αριθμοί σχεδόν διπλασιάστηκαν και τυο Ευρωπαϊκό ποσοστό της ανέβηκε στο 30%, για να έρθει το αποτέλεσμα του 2018, παρότι στην Ασία οι πωλήσεις της αναλογούσαν πλέον σε μικρότερο ποσοστό της παραγωγής της, 37% - καθώς οι νέες μοτοσυκλέτες που τράβηξαν τα Ευρωπαϊκά νούμερα και κυρίως τα 500άρια Leoncino και TRK είναι μάλλον μεγάλες και ακριβές για τις εκεί αγορές.

Η επιτυχία της ωστόσο δεν περιορίζεται στις αγορές της Γηραιάς Ηπείρου. Το 2018, για παράδειγμα, η καλύτερη αγορά σε όλον τον πλανήτη για τη Benelli ήταν η Αργεντινή, όπου κατευθύνθηκε το 24.2% της παραγωγής της. Δεύτερη κατά σειρά ήταν η Ιταλία (18.4%) και μετά ακολουθούν οι Ταϊλάνδη (10.4%), Ισπανία (9.5%) και Πορτογαλία (7.7%).